Το σπίτι ένας τάφος ανοιχτός. Με το σαλόνι του, τα κάδρα, με τραπέζι και καρέκλες και στολίδια. Με τόσα πράγματα. Άχρηστα νεκρά πράγματα. Από ζωή άδειο.
Παρουσία
αθόρυβη. Αυτή. Αόρατη σχεδόν. Δεν γελούσε, δεν έκλεγε ποτέ. Ζούσε μονάχα. Σε μια
κρυψώνα μνήμης, σ’ ένα ράγισμα. Ζούσε σε παύσεις. Ακρωτηριασμένη.
Απ’ τα
παράθυρα έμπαινε φως. Φως ανελέητο. Στα δωμάτια πλήθαιναν οι σκιές και η οσμή
του χώματος. Έβλεπε γύρω της τα χνάρια της σφαγής. Έκαιγαν τα μάτια, το δέρμα
της ολόκληρο πονούσε. Παίρνει ένα σφυρί. Ανοίγει μια τρύπα στο πάτωμα. Φωτιά
από τα έγκατα βγαίνει. Πρέπει να θυμηθεί από που το νερό αναβλύζει. Απ’ την
κρυψώνα να το βγάλει. Πρέπει. Η φωτιά να σβήσει.
Μια στιβάδα
ελπίδας τους τοίχους έβαψε. Ο τάφος έκλεινε σιγά-σιγά.