Κατάπινε τον κόσμο αμάσητα
στου υπονόμου τη δυσοσμία
ν’ επιβιώνει μονάχα τον ένοιαζε
να λατρεύει με τον καιρό έμαθε
τη μέγγενη που τον έσφιγγε
το δράκο που βρυχάται κι φτύνει
"Δόξα σοι Κύριε" έλεγε
ανάθεμα δεν έριχνε ποτέ του
των βασιλιάδων τις αυλές
ως σκουλήκι έρποντας προσκύναγε
με μια παραφροσύνη συνετή
ζούσε ο ανθρωπάκος
τη μίζερη ζωή του