Στο δρόμο περπατούσε
με σπασμένα τα φρένα
θάνατο δε λογάριασε
είχε ήδη πολλές φορές πεθάνει
στη ζωή του την άδεια
στη σιωπή την αφόρητη
κάπου κάπου άκουγε
ένα ασθματικό τραίνο παλιό
τη σάρκα του χρόνου να καίγεται
το σαράκι να τρώει τα ξύλα
κάπου κάπου
του αίματος τις κραυγές άκουγε
τις πνιγμένες ώρες
σήκωνε το ποτηράκι του
στην υγειά σας, έλεγε,
στ’ αγέννητα παιδιά του